φυλλορροώ — φυλλορρόησα 1. αμτβ. (για φυτό), αποβάλλω φυσιολογικά τα φύλλα μου, τα ρίχνω κάτω, φυλλοβολώ. 2. μτφ., εξασθενώ βαθμιαία, σβήνω, χάνομαι: Οι ελπίδες φυλλορρόησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
φυλλορροή — η, ΝΜ [φυλλορροῶ] το πέσιμο τών φύλλων κατά το φθινόπωρο, φυλλόπτωση … Dictionary of Greek
φυλλορρόημα — το, Ν [φυλλορροώ] φυλλόπτωση … Dictionary of Greek
φυλλορρόισμα — το, Ν φυλλόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλορροώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
φυλλοχοώ — έω, Α [φυλλοχόος] 1. ρίχνω τα φύλλα μου, φυλλορροώ 2. μτφ. μού πέφτουν τα μαλλιά … Dictionary of Greek
φυλλόρροια — η, ΝΜΑ [φυλλορροῶ] φυλλόπτωση … Dictionary of Greek
φυλλοβολώ — φυλλοβόλησα 1. αμτβ., ρίχνω τα φύλλα, μου πέφτουν τα φύλλα, φυλλορροώ. 2. (για λουλούδια), χάνω τα πέταλα, μαδιέμαι. 3. (με αντίθ. σημασία), βγάζω φύλλα, βλαστάνω φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)